συριγγομυελία

συριγγομυελία
η, Ν
ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως χαρακτηριζόμενη από την παρουσία στην αυχενική μοίρα τού νωτιαίου μυελού κοιλότητας ανεξάρτητης από τον κεντρικό του σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syringomyelia (< σῦριγξ, σύριγγος + μυελός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συριγγομυελικός — ή, ό, Ν [συριγγομυελία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συριγγομυελία …   Dictionary of Greek

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”